τετράπτιλος

τετράπτιλος
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετραπτίλῳ — τετράπτιλος four winged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONUS — apud Solin. c. 36. ubi de phoenice: Apud eosdem nascitur phoenix avis, aquilae magnitudine, capite honoratô in conum plumis exstantibus etc. idem quod apex. Proprie autem apex est galeae, seu im medio galeae pars eminens e ferro vel aere, quae ad …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”